κωμῳδιῶν

κωμῳδιῶν
κωμῳδία
comedy
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Αφράνιος Λεύκιος — (2ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος κωμωδιογράφος. Έγραψε κωμωδίες με πρότυπο το Μένανδρο. Είναι γνωστοί 44 τίτλοι κωμωδιών του (Depositum, Incendium και Consobrini) και περίπου 400 αποσπάσματα κωμωδιών του …   Dictionary of Greek

  • Κομέντια ντελ’ άρτε — (Commedia dell’ arte). Πολυσύνθετο θεατρικό φαινόμενο ιταλικής προέλευσης, του οποίου η γέννηση χρονολογείται περίπου στα μέσα του 16ου αι. Χαρακτηρίζεται από την έλλειψη καθαυτό θεατρικού κειμένου, το οποίο αντικαθίσταται από μια υπόθεση με πολύ …   Dictionary of Greek

  • Νικοχάρης — (4ος αι. π.Χ.)Ποιητής κωμωδιών από την Αθήνα, γιος του Φιλωνίδη, που ήταν επίσης συγγραφέας κωμωδιών. Έγραψε πάνω από 50 έργα, αλλά δε σώζονται παρά μόνο αποσπάσματα. Το 388 π.Χ., η κωμωδία του Λάκωνες διαγωνίστηκε με τον Πλούτο του Αριστοφάνη… …   Dictionary of Greek

  • Πλαύτος, Τίτος Μάκκιος — (Plautus, Σαρσίνη, Ουμβρία μεταξύ 254 και 251 π.Χ. – Ρώμη 184). Λατίνος κωμικός ποιητής. Νεότατος εργάστηκε σ’ ένα θίασο κωμικών, αλλά γρήγορα σπατάλησε τις οικονομίες του και αναγκάστηκε να γυρίζει τη μυλόπετρα ενός μυλωνά. Οι πληροφορίες αυτές… …   Dictionary of Greek

  • Σαρντού, Βικτοριέν — (Sardou). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας (Παρίσι 1831 Μαρλύ 1908). Εγκατάλειψε τις ιατρικές σπουδές για v’ ασχοληθεί με το θέατρο, αλλά για μερικά χρόνια δεν κατόρθωσε v’ ανεβάσει στη σκηνή τα έργα του, και η πρώτη κωμωδία του (Η ταβέρνα των… …   Dictionary of Greek

  • Μεγαλήσια — Γιορτή της αρχαιότητας προς τιμήν της Μεγάλης θεάς Κυβέλης. Ξεκίνησε από τη Μικρά Ασία, από όπου και διαδόθηκε στη Ρώμη περί το 204 π.Χ. Διαρκούσε από τις 4 έως τις 10 Απριλίου και περιλάμβανε τόσο αγώνες ιπποδρομιών όσο και σκηνικές παραστάσεις… …   Dictionary of Greek

  • ίππαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος άρχοντας (; – 514 π.Χ.). Ήταν γιος του Πεισίστρατου και νεότερος αδελφός του Ιππία, μαζί με τον οποίο, μετά τον θάνατο του πατέρα τους (528 π.Χ.), ανέλαβε την εξουσία στην Αθήνα. Ο Ί. βρισκόταν στο προσκήνιο… …   Dictionary of Greek

  • γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”